- διαστολέας
- και διαστολεύς, ο (Α διαστολεύς) [διαστέλλω]νεοελλ.1. (χειρουργ.) όργανο που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στομίων ή τών τοιχωμάτων μιας κοιλότητας τού σώματος, όπως τής μήτρας, τού στόματος κ.λπ.2. ιατρ. μυς τού σώματος που χρησιμεύει για τη διεύρυνση στομίου ή τών τοιχωμάτων μιας κοιλότητας («ο διαστολεύς τής κόρης τού οφθαλμού»)αρχ.1. εργαλείο για να ανοίγουν το στόμα τών αλόγων2. τίτλος υπαλλήλου στην Αίγυπτο, πιθ. ταμίας («τῆς διὰ τοῡ διαστολέως ἐγγεγραμμένης», πάπυρος).
Dictionary of Greek. 2013.